- κομπλιμεντάρισμα
- το[κομπλιμεντάρω]φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπλιμεντάρισμα — το, ατος (λ. ιταλ.), φιλοφρόνηση, κολακεία, καλόπιασμα: Του αρέσουν τα κομπλιμενταρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)